Έχω ξαναγράψει πως ο τίτλος του blog δεν είναι καθόλου τυχαίος. Αυτό διαπιστώνω ενώ αποφάσισα να ασχοληθώ ξανά για λίγο με το ζήτημα ''Άννα Φρανκ'' και ''Β' Παγκόσμιος Πόλεμος''. Όταν ήμουν μικρότερη πίστευα πως η Άννα Φρανκ δεν υπήρξε. Νόμιζα πως κάποιος συγγραφέας θέλησε να γράψει για τα δεινά του πολέμου κι έπλασε το story με την Άννα πρωταγωνίστρια. Καταλαβαίνοντας αργότερα πως έκανα λάθος και μαθαίνοντας κι άλλες πληροφορίες, η αρχικά λανθασμένη μου εντύπωση έγινε ερώτημα: υπήρξε η Άννα Φρανκ στα αλήθεια; Ή ήταν απλά το πιο κατάλληλο πρόσωπο μέσα από το οποίο θα παρουσιάζονταν η φρίκη του πολέμου;
Τώρα πια δεν με ενδιαφέρει καθόλου αν η Άννα έζησε κι αν έγραψε η ίδια το ημερολόγιο. Αυτό που με νοιάζει είναι όλα όσα το ημερολόγιο περιγράφει. Όλα όσα θέλει να δείξει και να διδάξει στους ανθρώπους. Χαρακτηριστικό είναι το συγκεκριμένο απόσπασμα: ''Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπεύθυνοι για τον πόλεμο είναι μόνο οι ισχυροί, οι κεφαλαιούχοι και οι πολιτικοί. Ω!, όχι, και οι κοινοί άνθρωποι θέλουν τον πόλεμο, αλλιώς οι λαοί θα είχαν επαναστατήσει προ πολλού. Είναι το ένστικτο της καταστροφής και του φόνου που οδηγεί τους ανθρώπους στον πόλεμο κι αν όλο το ανθρώπινο γένος, χωρίς εξαίρεση, δεν υποστεί μια μεγάλη αλλαγή, οι πολιτισμοί θα καταστρέφονται, ό,τι ωραίο κτίζεται θα γκρεμίζεται και η ανθρωπότητα θ' αρχίζει ξανά και ξανά από την αρχή.''
Είναι ένα απόσπασμα που με βρίσκει απολύτως σύμφωνη και μου θυμίζει όλα όσα προσπαθούσε να διδάξει στους ανθρώπους ο Brecht λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος. Ο Bertolt Brecht πίστευε πως ο απλός λαός είναι απόλυτα υπεύθυνος για τους πολέμους καθώς εμπλέκεται χωρίς να έχει κάποιο κέρδος από αυτούς και δεν προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτή την κατάσταση και να ζήσει ειρηνικά. Πίστευε πως ο άνθρωπος ζει σε ένα σύστημα που τον εγκλωβίζει και δεν τον αφήνει να είναι ευτυχισμένος. Στόχος του; Να ξυπνήσει τους ανθρώπους ώστε να παλέψουν για την αλλαγή αυτού του συστήματος.
Ο Brecht βλέποντας τις θεωρίες του Hitler να εξαπλώνονται και τον λαό απλά να ακολουθεί, μπορούσε να αντιληφθεί τι ήταν εκείνο που θα επακολουθούσε. Και δεν έπεσε έξω... Λίγα χρόνια μετά τις πρώτες του προσπάθειες για ''αφύπνιση'' του κοινού, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν γεγονός. Αν και οι καινοτομίες του άλλαξαν την ιστορία του θεάτρου, το έργο του, ιδεολογικά, δεν είχε τα αποτελέσματα που ο ίδιος ήθελε: δεν κατάφεραν να διδάξουν τον κόσμο! Υπάρχουν θεατρικά έργα και διάφορα ποιήματα του Brecht σχετικά με το ζήτημα. Ωστόσο, αυτή την φορά θα ήθελα να παραθέσω το κείμενο ''O στρατιώτης του LA CIOTAT'' που γράφτηκε από τον Γερμανό δραματουργό, σκηνοθέτη, ποιητή και γιατρό το 1928:
Μετά από τον πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο, σε µια µικρή παραθαλάσσια πόλη της Νότιας Γαλλίας, τη La Ciotat, βρεθήκαµε σε κάποια γιορτή που γινόταν για την καθέλκυση ενός πλοίου και είδαµε στην κεντρική πλατεία, ανάµεσα σ’ένα ολόκληρο πλοίο που σπρωχνόταν, το µπρούτζινο άγαλµα ενός στρατιώτη του γαλλικού στρατού.
Πλησιάσαµε κ’εµείς κοντά και ανακαλύψαµε πως ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Στεκόταν ακίνητος, τυλιγµένος σ’ένα χακί παλτό, το ατσάλινο κράνος στο κεφάλι, µια ξιφολόγχη στο χέρι, κάτω απ’τον καυτό ήλιο του Ιουνίου και πάνω σ’ ένα πέτρινο βάθρο. ∆εν κούναγε τον παραµικρό µυώνα και τα βλέφαρά του δεν πετάρισαν ούτε µια φορά. Στα πόδια του βρισκόταν ένα κοµµάτι χαρτόνι που έγραφε:
Ο άνθρωπος άγαλµα
(Homme Statue)
«Εγώ, ο Τσάρλς Λουί Φρανκάρντ, στρατιώτης στο τάδε σύνταγµα του πεζικού, σε έναν βοµβαρδισµό που έγινε στη µάχη του Verdum έµεινα για πολλές ώρες θαµµένος ζωντανός κάτω από τα χώµατα µαζί µε τα πτώµατα.Όταν µε ξέθαψαν, είχα αποκτήσει την ασυνήθιστη ικανότητα να παραµένω ακίνητος, σαν άγαλµα, και όση ώρα θέλω. Αυτή µου η τέχνη έχει εξεταστεί από πολλούς δόκτορες και έχει χαρακτηριστεί σαν µια ανεξήγητη αρρώστια. Βοηθήστε, σας παρακαλώ, έναν άνεργο οικογενειάρχη και πατέρα αµέτρητων τέκνων, µε ό,τι έχετε ευχαρίστηση».
Ρίξαµε ένα νόµισµα στο πιάτο που βρισκόταν δίπλα στην επιγραφή και συνεχίσαµε πιο κάτω κουνώντας το κεφάλι µας. Εδώ λοιπόν, σκεφτήκαµε, στέκεται Αυτός, οπλισµένος µέχρι τα δόντια, ο ακατανίκητος και άφθαρτος Στρατιώτης πολλών χιλιετηρίδων, αυτός που είναι καµωµένος από Ιστορία, αυτός που πραγµατοποίησε τα εκπληκτικά κατορθώµατα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Καίσαρα, του Ναπολέοντα, για τους οποίους έχουµε τόσα διαβάσει στα σχολικά βιβλία. Αυτός είναι. ∆εν κουνάει ούτε τα βλέφαρά του. Αυτός είναι ο τοξότης του Κύρου, ο αρµατηλάτης του Καµβύση που η άµµος της ερήµου δεν κατάφερε τελικά να τον θάψει, ο λεγεωνάριος του Καίσαρα, ο λογχοφόρος καβαλάρης του Τζέγκινς Χαν. Κατέχει την όχι και τόσο ασυνήθιστη ικανότητα να κάνει πως δεν καταλαβαίνει τίποτα, όταν δοκιµάζουν επάνω του όλα τα πιθανά µέσα καταστροφής. Όπως µια πέτρα, δίχως αισθήµατα (λέει ο ίδιος) στέκεται ακλόνητος, όταν τον στέλνουµε στο θάνατο. Τις χώρες που κατάκτησε δεν τις πήρε ποτέ στα χέρια του, σαν τον κτίστη, που δεν κατοικεί στο σπίτι που έχτισε ο ίδιος. Μα ούτε και η χώρα του ανήκει που υπερασπίστηκε µε τόσο σθένος. Ούτε το όπλο µα ούτε και η στολή που φοράει του ανήκει. Εκείνος όµως προχωρεί πάντοτε µπροστά, από πάνω του η θανατερή βροχή των αεροπλάνων και το καυτό λάδι που πέφτει από τις επάλξεις, κάτω από τα πόδια του οι νάρκες και οι παγίδες, γύρω του η πανούκλα και τα θανατηφόρα αέρια. Αµέτρητα χέρια υφαίνουν το αµπέχωνό του, σφυρηλατούν το θώρακά του, κόβουν και ράβουν τις µπότες του. Και αµέτρητες οι τσέπες που χάρη σε αυτόν ξεχειλίζουν από χρήµα. Αµέτρητες οι κραυγές σε όλες τις γλώσσες του κόσµου που τον εµψυχώνουν να προχωρήσει. ∆εν υπάρχει κανένας Θεός που να µην τον ευλογεί. Αυτόν, που είναι µιασµένος από τη φρικιαστική λέπρα της υποµονής, ποτισµένος ως το κόκκαλο από την αγιάτρευτη αρρώστια της αναισθησίας.
Τί είδους θάψιµο ήταν αυτό κάτω από τα χώµατα, σκεφτήκαµε, που τον έκανε να ευχαριστεί τη τύχη του γι’αυτή την τροµαχτική, απαίσια και τόσο κολλητική αρρώστια;
∆εν θα βρεθεί ποτέ άραγε, αναρωτιόµαστε εµείς, κάποιο φάρµακο για δαύτη;